Με την ευκαιρία αυτή, ας σημειώσουμε ότι ο Κωνσταντίνος ΙΑ' υπήρξε αυτοκράτωρας της Κωνσταντινούπολης από το 1449 έως φυσικά την ημέρα της Αλωσης. Σκοτώθηκε στην πύλη του Ρωμανού, μαχόμενος γενναία ως απλός στρατιώτης.
Γράφει ο Καρυωτάκης:
Και ρίχτηκε με τ' άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια, το πύρινο το
βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα, και το σπαθί του τη θανή.
Στα χάλκινά του στήθια, εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.
Εθόλωσαν τα μάτια του.
Τ' αγνό το μέτωπό του, θαρρείς ο
φωτοστέφανος της Δόξας τ' αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει
και συνεχίζει τώρα ο Ελύτης:
"Θε μου, και τώρα τι Που ΄χε με χίλιους να παλέψει χώρια
με τη μοναξιά του
Ποιος; Αυτός που ΄ξερε μ΄ ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης
να ξεδιψάσει
Τι; Που όλα του τα ΄χαν πάρει και τα πέδιλά του τα σταυρόδετα
με το τρικάνι του το μυτερό και το τοιχίο που κουβαλούσε κάθε
απομεσήμερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν
ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι...
Μεσημέρι από νύχτα
Και μητ΄ ένας πλάι του
Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές που ΄σμιγαν όλα τους τα χρώματα
να αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως...
πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτώμενος
Αυτός, ο τελευταίος Έλληνας!"
Οι Οθωμανοί ανακάλυψαν την σορό του από τις περικνημίδες του, στις οποίες, "κατ' έθος" οπως σημειώνει ο χρονικογράφος της Αλωσης, Φραντζής, υπήρχαν αποτυπωμένοι ως διακοσμητικά στοιχεία, δικέφαλοι αετοί. (¨Τα πέδιλα του τα σταυροδετα¨ κατά τον Ελύτη) Ο χώρος της ταφής του παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα. Το γεγονός αυτό, προσωποποίησε στον Αυτοκράτορα, τους πόθους του ελληνισμού για την εθνική του αποκατάσταση . Οι θρύλοι λένε ότι ο Αυτοκράτορας δεν σκοτώθηκε, αλλά βρίσκεται μαρμαρωμένος σε μιά μυστική σπηλιά, και περιμένει την κατάλληλη ώρα κατά την οποία άγγελος Κυρίου θα του δώσει το σπαθί, για να ξαναπάρει την Πόλη.
Ο θρύλος αυτός, έγινε βεβαιότητα στην πένα του Γεωργίου Βιζυηνού, και τον βάζει στα λόγια της γιαγιάς, όταν αυτή μιλάει με την εγγονούλα της:
-Tον είδες με τα μάτια σου γιαγιά τον Βασιλέα ή μήπως και σε φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε, σαν παραμύθι τάχα;
-Τον είδα με τα μάτια μου, ωσαν και σένα νέα, πα να γενώ εκατό χρονών κι΄ακόμα το θυμάμαι σαν νάταν χθές μονάχα Στην Πόλη στην Χρυσόπορτα, στον πύργον από κάτου , είναι ένα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σαν παλάτι, σαν άγιο παρακλήσσι.
Κανένας Τούρκος δε μπορεί να κρατηθεί κοντά του, κανείς της σιδερόπορτας να έβρει το μονοπάτι,Μόνον κανένας χριστιανός(..)περνα απ΄αυτό κρυφά-κρυφά(…) Ετσι και γώ (…) πήγα και προσκύνησα. (…)Είδα: (..)την φεγγαρόχλωμη του βασιλέωςς χάρη που με κλεισμένα βλέφαρα εξαπλωμένος μένει στην αργυρή του κλίνη:
- Απέθανε γιαγιά;
- Ποτέ παιδάκι μου! Κοιμάται, κοιμάται μόνο! Τη χρυσή κορώνα στο κεφάλι, το σκπήπτρο του στο χέρι.(…)
- Και τώρα πιά δεν ημπορεί, γιαγιάκα να ξυπνήσει;
- Ω βέβαια! Καιρούς καιρούς σηκώνει το κεφάλι, (…) και βλέπει αν ήρθεν η στιγμή, ποχ΄ο Θεός ορίσει, και βλέπει αν ήρθεν άγγελος για να του φέρει πάλι το κοφτερό σπαθί του.
- Και θα ΄ρθει , ναι, γιαγιάκα μου;
- Θάρθει παιδί μου θάρθει(…)
-Τον είδα με τα μάτια μου, ωσαν και σένα νέα, πα να γενώ εκατό χρονών κι΄ακόμα το θυμάμαι σαν νάταν χθές μονάχα Στην Πόλη στην Χρυσόπορτα, στον πύργον από κάτου , είναι ένα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σαν παλάτι, σαν άγιο παρακλήσσι.
Κανένας Τούρκος δε μπορεί να κρατηθεί κοντά του, κανείς της σιδερόπορτας να έβρει το μονοπάτι,Μόνον κανένας χριστιανός(..)περνα απ΄αυτό κρυφά-κρυφά(…) Ετσι και γώ (…) πήγα και προσκύνησα. (…)Είδα: (..)την φεγγαρόχλωμη του βασιλέωςς χάρη που με κλεισμένα βλέφαρα εξαπλωμένος μένει στην αργυρή του κλίνη:
- Απέθανε γιαγιά;
- Ποτέ παιδάκι μου! Κοιμάται, κοιμάται μόνο! Τη χρυσή κορώνα στο κεφάλι, το σκπήπτρο του στο χέρι.(…)
- Και τώρα πιά δεν ημπορεί, γιαγιάκα να ξυπνήσει;
- Ω βέβαια! Καιρούς καιρούς σηκώνει το κεφάλι, (…) και βλέπει αν ήρθεν η στιγμή, ποχ΄ο Θεός ορίσει, και βλέπει αν ήρθεν άγγελος για να του φέρει πάλι το κοφτερό σπαθί του.
- Και θα ΄ρθει , ναι, γιαγιάκα μου;
- Θάρθει παιδί μου θάρθει(…)
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
Τον θρύλο όμως του Μαρμαρωμένου Βασιληά, τον εξέφρασε ως πολιτική θέση ο Κολοκοτρώνης, που μαθαίνοντας ότι έρχεται σαν βασιληάς ο Οθων, είπε:
-Εχουμε βασιληά, τον Κωνσταντίνο στην Πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου