Εἶναι γνωστό βέβαια ὅτι τό ἐρώτημα εἶναι διαχρονικό. Ποῦ ἀνήκει ἡ Ἑλλάδα;
Ἡ ἀπάντηση ἐξαρτᾶται ἀπό τί ἐννοεῖ καθε φορά τό ἐρώτημα, ποῦ δηλαδή ἀνήκει ἠ Ἑλλάδα πολιτικά ἤ πολιτιστικά, καί ἀπό τήν ἐν γένει κοσμοθεωρία τοῦ ἀπαντῶντος.
Ἡ ἄποψη τοῦ γράφοντος εἶναι πώς ἡ Ἑλλάδα, ὁ Ἑλληνισμός πολιτικά πρέπει νά ἀνήκουν ὅπου συμφέρει τήν χώρα, δεδομένων βέβαια τῶν διεθνῶν συσχετισμῶν.
Πολιτισμικά, δέν ἀνήκουμε οὔτε στήν Δύση, οὔτε στήν Ἀνατολή.
Ἀνήκουμε στήν "κάθ΄ ἡμᾶς Ἀνατολἠ".
Συμφωνώ μαζί σου, αγαπητέ φίλε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟρθόν
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό μου θυμίζει όχι λίγο, αλλά πολύ τους Σκοπιανούς. Είναι Βούλγαροι και το αρνούνται γιατί θέλουν να είναι Μακεδόνες. Τώρα εσείς ως Δυτικοί θέλετε να λέτε ότι είστε Ανατολικοί. Μπορείτε να πείτε και να ονειρευτείτε ότι θέλετε η αλήθεια δεν αλλάζει. Το πρόβλημα σας είναι η «εσωτερική» σας διαίρεση λόγω θρησκευτικής πίστης. Κάτι δεν σας «κολλάει». Όμως αλήθεια και ιστορία υπάρχει και πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Τι να κάνουμε αυτό δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Για αυτό λοιπόν όσο και να επιμένετε κάτι δεν θα «κολλάει». Η Ελλάς ΕΙΝΑΙ Η Δύση. Αν αυτό σας προκαλεί αλλεργία ε τότε ονομάστε τους Δυτικούς Δυτικοδυτικούς. Τι λέτε βοηθάει?
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ παρομοίωση μέ τού Σκοπιανούς εἶναι άτυχής, γιατί αὐτοί κλέβουν ἱστορία πού ἀνήκει σέ ἄλλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήἌναφέρεσαι στήν ἀρχαιότητα (Ἑλληνες-Πέρσες, προφανῶς) χρησιμοποιῶντας λανθασμένα τούς ὅρους Ανατολή-Δύση, γιατί τότε δέν ὐπῆρχε "Δύση" ἔτσι ὄπως τήν ἀντιλαμβανόμαστε σήμερα. Πράγματι ὅμως, κάτι δέν μᾶς "κολλάει", στό νά εἴμαστε "Δύση", σύμφωνα μέ τήν τρέχουσα ἔννοια τοῦ ὅρου. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι εἴμαστε "Ανατολή" ὅπως θέλεις νά μᾶς βλέπεις ἐσύ.
Λές ἀκόμη ὅτι ἡ Ελλάδα "ΕΙΝΑΙ" ἠ Δύση, ἐννοῶντας πῶς εἶναι ἡ ὄντως Δύση, ἡ Δύση ὡς ὅλον. Ἔτσι ξεκαθαρίζεις, καί σύ ὀ ἴδιος, πῶς ὑπάρχει μιά "ἄλλη Δύση", (ἡ Δυτικο-δύση ὅπως λές) διάφορη, καί κακέκτυπο τῆς ὄντως Δύσης, πού γιά σένα εἶναι ἡ Ελλάδα. Τί ἄλλο νά ποῦμε τώρα; Αὐτό δέν λέμε καί μεῖς; Μόνο πού ἐσένα σ΄ἐνοχλεῖ ὁ ὅρος, "καθ΄ἡμᾶς Ἀνατολή".
Γι΄αὐτό ὅμως, δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε.